- εξάγραμμα
- τοσχήμα που αποτελείται από δύο ισόπλευρα τρίγωνα που διασταυρώνονται συμμετρικά, εξάλφα, εξάκτινο αστέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα-, όπως εμφανίζεται το εξ ως α' συνθετικό αναλογικά προς τα επτα-, τετρα- + γράμμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek
εξάγυνος — η, ο (για άνθη) αυτός που έχει έξι υπέρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + γυνος < γυνή (πρβλ. εννεάγυνος)] … Dictionary of Greek
εξάγωνος — η, ο (AM ἑξάγωνος, ον) 1. αυτός που έχει έξι γωνίες («ἑξάγωνόν τι κάτοπτρον») 2. το ουδ. ως ουσ. το εξάγωνο γεωμετρικό σχήμα με έξι πλευρές και έξι γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + γωνος < θ. γων. τής λ. γωνία (πρβλ.… … Dictionary of Greek
εξάδιπλος — η, ο εξαπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + διπλός] … Dictionary of Greek
εξάδραχμος — η, ο (Α ἑξάδραχμον, το) νεοελλ. αυτός που έχει αξία έξι δραχμών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάδραχμον το ποσό έξι δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + δραχμον < δραχμή] … Dictionary of Greek
εξάεδρος — η, ο (Α ἑξάεδρος, ον) αυτός που έχει έξι έδρες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάεδρο(ν) α) μαθημ. στερεό σώμα με έξι έδρες β) (κρυσταλλ.) κρυσταλλικό σχήμα που αποτελεί τη βάση τού κυβικού κρυσταλλικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
εξάηχο — το μουσ. μουσική ομάδα τών έξι φθόγγων που ισοδυναμεί με τέσσερεις φθόγγους τού ίδιου τύπου ή με δύο τού αμέσως μεγαλύτερου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + ήχος] … Dictionary of Greek
εξάκανθοι — οι ονομασία τών ζώων τών οποίων το σώμα φέρει έξι ακανθοειδείς προσακτρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + άκανθος] … Dictionary of Greek
εξάκλινος — η, ο (AM ἑξάκλινος, ον) (για υπνοδωμάτιο, θάλαμο κ.λπ.) με έξι κλίνες αρχ. το ουδ. ως ουσ. το ἑξάκλινον ανάκλιντρο με έξι θέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κλίνη] … Dictionary of Greek
εξάκλωνος — η, ο 1. αυτός που έχει έξι κλώνους, βλαστούς 2. αυτός που αποτελείται από έξι νήματα («εξάκλωνη κλωστή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κλώνος] … Dictionary of Greek